- άψαλτος
- -η, -ο (Μ ἄψαλτος, -ον)1. αυτός που δεν έχει ψαλεί2. εκείνος που δεν του έχει ψαλεί νεκρώσιμη ακολουθία, ο αδιάβαστοςμσν.(για τόπο) αυτός στον οποίο δεν τελέστηκε λειτουργία, ο αλειτούργητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άψαλτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ψάλθηκε: Άψαλτο το χουν ακόμη το απολυτίκιο του αγίου. 2. εκείνος στον οποίο δεν ψάλθηκε η νεκρώσιμη ακολουθία: Οι νεκροί πλήθυναν τόσο που τους έθαβαν άψαλτους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
непѣтъ — (1*) пр. Не пропетый: и никтоже отъ васъ да не ѡстанеть. и ѡбрѧщетьсѧ правило непѣто. (ἄψαλτος) ФСт XIV, 118г. Ср. пѣтыи … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Пападиамандис, Александрос — Александрос Пападиамандис греч. Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης … Википедия
αμακάριστος — η, ο [μακαριστός] 1. αυτός που δεν μακαρίστηκε ή δεν είναι άξιος μακαρισμού 2. αυτός που θάφτηκε άψαλτος, χωρίς νεκρώσιμη ακολουθία … Dictionary of Greek